- κανονίζω
- (AM κανονίζω) [κανών]1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτινεοελλ.1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα των μαθημάτων»)2. εξομαλύνω, τακτοποιώ, αποκαθιστώ («κανόνισαν τις διαφορές τους»)3. εξοφλώ τη χρηματική μου οφειλή σε κάποιον, πληρώνω το χρέος μου («δεν κατόρθωσα να κανονίσω τους δανειστές μου»).4. μτφ. τιμωρώ, σωφρονίζω, επαναφέρω στην τάξη κάποιον5. (με αισχρή σημ.) γαμώ, συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι με γυναίκα6. σωφρονίζω κάποιον, τον επαναφέρω στην τάξη («θα σου τον κανονίσω εγώ πολύ καλά»)7. φρ. α) «θα τόν (τήν, τούς) κανονίσω» — θα τού φερθώ με σκληρό τρόπο, θα τόν τιμωρήσωβ) «κανονίζω τους λογαριασμούς» — τακτοποιώ μια υπόθεσηγ) «κανονίζω τη στάση μου» — φέρνω σε συμφωνία, εναρμονίζωδ) ειρων. «καλά τά κανονίσατε» — τακτοποιήσατε το θέμα ή την υπόθεση έτσι όπως σάς βόλευενεοελλ.-μσν.εκκλ.1. ορίζω εκκλησιαστικό κανόνα, δογματίζω2. επιβάλλω «κανόνα μετανοίας» σε κάποιον που αμάρτησεμσν.1. υπάγω κάποιον σε κανόνα, τον εκπαιδεύω2. εφαρμόζω γραμματικό κανόνα3. ανακηρύσσω κάποιον άγιο4. μέσ. (γραμμ. για μέρη τού λόγου) ρυθμίζομαι5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κανονισμένος, -η, -ονα) καθαγιασμένοςβ) (για πρόσ.) μοναχόςαρχ.1. μετρώ, κρίνω κάτι σύμφωνα με δεδομένο κανόνα2. πάπ. ορίζω το φορολογικό ποσοστό, επιβάλλω ορισμένη φορολογία3. εκκλ. δέχομαι κάποιο βιβλίο στον κανόνα τών Ιερών Γραφών4. γραμμ. (ως απρόσ.) κανονίζεταιακολουθεί τον κανόνα5. φρ. «κανονίζω πρός τι» — ρυθμίζω σύμφωνα με κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.